- απόκτημα
- απόκτημα, το και απόχτημα, το, -ατοςό,τι έκαμε κανείς κτήμα του: Ένας καλός φίλος είναι μεγάλο απόκτημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόκτημα — κ. χτημα, το (Μ ἀπόκτημα) ό,τι αποκτά κανείς νεοελλ. κάτι εξαιρετικά πολύτιμο … Dictionary of Greek
κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… … Dictionary of Greek
Marcos Paulo Aguiar de Jesus — Pepe Personal information Full name Marcos Paulo Aguiar de Jesus Date of birth 4 October 1983 ( … Wikipedia
έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… … Dictionary of Greek
επίκτημα — ἐπίκτημα, τὸ (AM) απόκτημα που βρίσκεται έξω από το σπίτι τού κατόχου … Dictionary of Greek
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
θήραμα — το (ΑΜ θήραμα) [θηρώ] 1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία 2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ. β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
θεοσοφία — Η γνώση των θείων πραγμάτων που αποκτάται με έμπνευση, η οποία προέρχεται από τον Θεό. Μία τέτοια γνώση όμως δεν αποτελεί το τέρμα της αναζήτησης, όπως συμβαίνει με τη θεολογία, αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύει ένα πηγαίο απόκτημα, που προέρχεται από … Dictionary of Greek
κειμήλιος — ο (ΑΜ κειμήλιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το κειμήλιο(ν) πολύτιμο αντικείμενο που φυλάγεται ως ενθύμιο νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. καθετί που έχει μεγάλη ιστορική, ηθική, καλλιτεχνική ή συναισθηματική αξία («κειμήλια τής Επανάστασης τού 1821) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κληρονομιά — και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) [κληρονόμος.] το σύνολο ή το μέρος τής περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο τού κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β.… … Dictionary of Greek